Του Παθολόγου Θωμά Τζίμα
ΙωάννιναΠρόλογος
Υπάρχουν νύχτες που δεν θυμάσαι, και νύχτες που δεν ξεχνάς. Οι πρώτες φεύγουν σαν ώρες κοινές, χωρίς συνέπειες. Οι άλλες, όμως, μένουν μέσα σου, όχι σαν εικόνες, αλλά σαν αίσθηση: εκείνες οι βάρδιες που δεν τελείωσαν με το ξημέρωμα, γιατί κάτι από εσένα έμεινε εκεί. Στη φωνή που τρεμόπαιζε όταν έλεγες “συλλυπητήρια”, στο βλέμμα που έψαχνε ένα σημάδι βελτίωσης, στην παλάμη που άγγιξε ένα δέρμα που δεν ανέπνεε πια.
Δεν σου το έμαθε κανείς αυτό. Ούτε στα αμφιθέατρα, ούτε στα εγχειρίδια. Το έμαθες με τα μάτια. Με το βάρος στην πλάτη. Με τον κόμπο στο στομάχι, εκείνο τον περίεργο, που δεν έχει σχέση με πείνα. Έμαθες να μην φαίνεσαι, να λειτουργείς. Να επιβιώνεις μέσα σε κάτι που δεν έχει όνομα, αλλά ξέρεις πια πώς μυρίζει, πώς στέκεται στο διάδρομο, πώς μιλά ψιθυριστά πίσω από μια πόρτα που δεν άνοιξε ποτέ.
Αυτό το κείμενο γράφτηκε γι’ αυτόν τον κόσμο – όχι των περιστατικών, αλλά των αισθημάτων που τα διατρέχουν σιωπηλά. Για εκείνη την αθέατη ζωή του γιατρού που δεν βρίσκεται στα βιογραφικά. Για το πένθος που δεν εκφράστηκε, την επιμονή που δεν εξηγήθηκε, και για την αγάπη – εκείνη που, αν και δεν ειπώθηκε ποτέ, έδωσε νόημα σε όλα.
Εισαγωγή
Η εμπειρία της εφημερίας στο νοσοκομείο δεν είναι μόνο μια επαγγελματική υποχρέωση· είναι μια δοκιμασία ολόκληρης της ύπαρξης. Ο ιατρός καλείται να ανταποκριθεί σε καταστάσεις οριακές, να πάρει αποφάσεις που επηρεάζουν ζωές, και ταυτόχρονα να κρατήσει μέσα του μια σταθερότητα που δεν είναι αυτονόητη. Σε αυτό το πλαίσιο, η ψυχολογική του κατάσταση διαμορφώνεται από δυναμικές που συχνά παραμένουν ασυνείδητες, αλλά καθοριστικές.
Η εφημερία δεν είναι απλώς δουλειά. Είναι τελετουργία αντοχής, πεδίο προβολών, χώρος όπου το σώμα και το ψυχικό βάθος συμπλέκονται. Η ψυχή του εφημερεύοντος δεν είναι μια στατική κατάσταση – είναι μια αρένα, όπου η υποχρέωση, η μνήμη και η σιωπηρή επιθυμία μονομαχούν.
1. Η Σκιά του Ιδεώδους Εαυτού
Σπάνια ο γιατρός επιτρέπει στον εαυτό του να λυγίσει. Όχι γιατί δεν πονά ή δεν κουράζεται, αλλά γιατί κάτι μέσα του, αόρατο και ακατάλυτο, τον σπρώχνει να σταθεί όρθιος. Είναι η μορφή εκείνου που «πρέπει» να είναι: ικανός, άγρυπνος, απερίσπαστος. Το πρότυπο του αλάνθαστου γιατρού δεν επιβάλλεται απ’ έξω – έχει φωλιάσει μέσα του, με τη φωνή ενός παλιού, αυστηρού πατέρα ή ενός τραυματισμένου παιδιού που υποσχέθηκε ότι ποτέ δεν θα εγκαταλείψει.
Δεν μιλάμε για μια απλή αίσθηση καθήκοντος· μιλάμε για μια εσωτερική διαταγή. Μια φωνή που δεν επιδέχεται εξηγήσεις και δεν γνωρίζει επιείκεια. Αυτή η φωνή είναι ταυτόχρονα πηγή δύναμης και βάρος: κρατά τον γιατρό λειτουργικό, αλλά τον απομακρύνει από την ανθρώπινή του διάσταση.
2. Η Σιωπή ως Τεχνική Επιβίωσης
Στους διαδρόμους του νοσοκομείου, το πιο θορυβώδες πράγμα είναι η σιωπή. Μια σιωπή που δεν σημαίνει ηρεμία, αλλά φόρτιση· σαν να έχει συγκεντρωθεί στον αέρα όλο το ανείπωτο. Οι γιατροί τη συνηθίζουν. Ή καλύτερα: μαθαίνουν να ανασαίνουν μέσα της. Δεν είναι απλώς επαγγελματισμός αυτό. Είναι μια μορφή ψυχικής οικονομίας.
Δεν υπάρχει χώρος για την αγωνία. Δεν υπάρχει χρόνος για την οδύνη. Αν ο γιατρός άφηνε κάθε πόνο που βλέπει να τον αγγίξει, θα διαλυόταν. Κι έτσι, εκπαιδεύεται στη σιωπή – όχι μόνο προς τα έξω, αλλά και προς τα μέσα. Αποσιωπά εκείνα που δεν μπορεί να αντέξει, και αυτό το κάνει τόσο καλά, που κάποτε ξεχνά κι ο ίδιος πως κάτι έκρυψε.
Όμως η σιωπή αυτή δεν είναι αδιαφορία· είναι μεταμφιεσμένη φροντίδα για τον εαυτό. Είναι το τίμημα της λειτουργικότητας. Ό,τι μένει απ’ έξω από τον λόγο, δεν χάνεται – εγκαθίσταται αλλού: στην κούραση που δεν φεύγει, στον πονοκέφαλο χωρίς οργανική αιτία, στην απόσυρση μετά το πέρας της βάρδιας.
3. Ο Άλλος ως Αντανάκλαση
Όταν ο γιατρός σκύβει πάνω από τον ασθενή, δεν αγγίζει μόνο ένα σώμα· αγγίζει και κάτι μέσα του. Ο άρρωστος, ασυνείδητα, γίνεται φορέας μιας ανάμνησης – μιας απώλειας, ενός παλιού φόβου, ενός βιώματος όπου κάποτε στάθηκε αβοήθητος. Κι έτσι, κάθε φροντίδα δεν είναι απλώς θεραπεία. Είναι και απόπειρα επανόρθωσης. Κάθε νοσηλεία είναι και μια αόρατη επιστροφή.
Κάποιες φορές, ο γιατρός προσπαθεί να σώσει όχι μόνο τον άλλον, αλλά και τον εαυτό του – ή κάποιον που δεν μπόρεσε ποτέ να σώσει. Το χέρι που αγγίζει, η απόφαση που παίρνει, η εγρήγορση που διατηρεί, φέρουν τη μνήμη μιας παλιάς αδυναμίας, μιας υπόσχεσης ότι αυτή τη φορά, δεν θα χαθεί κανείς.
Και αυτό, κανείς δεν του το είπε· το γνωρίζει χωρίς να το ξέρει. Είναι μια γνώση του σώματος, του βλέμματος, της επιμονής. Κι όταν, στο τέλος, η έκβαση είναι αρνητική, το πένθος δεν είναι μόνο επαγγελματικό. Είναι και προσωπικό, ακόμη κι αν δεν βρίσκει ποτέ τη μορφή του σε λόγια.
4. Η Αντοχή ως Επανάληψη
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο γιατρός φτάνει στο όριο. Το σώμα εξαντλείται, το βλέμμα θολώνει, η κρίση βαραίνει. Κι όμως, συνεχίζει. Μια εσωτερική ορμή – ανεξήγητη, σχεδόν παθολογική – τον σπρώχνει να παραμένει. Δεν είναι απλώς θέμα ευθύνης· είναι μια αίσθηση ότι δεν επιτρέπεται να αποσυρθεί, ότι ο ρόλος του δεν τελειώνει ποτέ. Σαν να πρέπει πάντα να ξανασηκώνεται. Σαν να είναι αυτή η άρνηση της πτώσης ο ίδιος του ο πυρήνας.
Κι αυτή η επιστροφή δεν είναι πάντα συνειδητή. Μοιάζει με εσωτερικό μοτίβο: όσο μεγαλύτερη η φθορά, τόσο πιο αναγκαία η συνέχιση. Σαν να προσπαθεί, μέσα από κάθε νέο περιστατικό, να εξημερώσει κάτι βαθύτερο· κάτι που παραμένει ανεξιχνίαστο και επιμένει. Η κόπωση γίνεται τελετουργία. Ο γιατρός πέφτει και σηκώνεται ξανά, όχι επειδή μπορεί, αλλά επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
5. Το Κίνητρο που Δεν Εξηγείται
Τι είναι αυτό που τον κρατά εκεί; Που τον κάνει να επιστρέφει, ακόμη κι όταν η ανταμοιβή είναι μικρή, και η φθορά μεγάλη; Δεν είναι πάντα η φιλοδοξία, ούτε η ανάγκη για επιβεβαίωση. Συχνά είναι κάτι πιο άμορφο, πιο σιωπηλό. Μια εσωτερική πίστη, σχεδόν μυστική, ότι αυτή η φροντίδα έχει νόημα – ακόμη κι όταν δεν φαίνεται, ακόμη κι όταν δεν αλλάζει τίποτα.
Ίσως πρόκειται για μια επιθυμία να αγγίξει κάτι αληθινό. Ίσως για μια παλιά υπόσχεση – ότι, παρά την απώλεια, ο άνθρωπος δεν είναι μόνος. Αυτό δεν λέγεται. Δεν διατυπώνεται. Αλλά υπάρχει. Ζει στον τρόπο που σκύβει πάνω από τον ασθενή, στον τρόπο που ελέγχει για τρίτη φορά τα αποτελέσματα, στον τρόπο που κάθεται σιωπηλά δίπλα σε κάποιον που φεύγει.
Η φροντίδα, σε αυτές τις στιγμές, δεν είναι επάγγελμα· είναι πράξη εσωτερικής ηθικής. Μια απάντηση σε κάτι άγνωστο και μεγάλο. Όχι για να σωθεί ο άλλος· αλλά γιατί έτσι ο γιατρός δίνει μια μορφή στον δικό του εσωτερικό πόνο – και ίσως, χωρίς να το γνωρίζει, τον μεταμορφώνει σε κάτι που μπορεί να αντέξει.
Επίλογος
Ο εφημερεύων ιατρός δεν είναι απλώς ένας επαγγελματίας υπό πίεση. Είναι ένα πρόσωπο που ζει σε μια συνεχόμενη ψυχική ένταση, φορώντας τον ρόλο του σαν πανοπλία, όχι για προστασία, αλλά για να μη διαλυθεί. Η κατανόηση αυτής της εσωτερικής ζωής είναι κρίσιμη – όχι μόνο για να αναγνωρίσουμε το έργο του, αλλά και για να του επιστρέψουμε κάτι πολύτιμο: τη δυνατότητα να είναι άνθρωπος μέσα στην απανθρωπιά της υπεράνθρωπης απαίτησης.
ΘΩΜΑΣ ΤΖΙΜΑΣ
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links).
Εγγραφή ή
Είσοδος