Άλλες κατηγορίες μηνυμάτων > Χαλαρή κουβέντα

ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΗ

<< < (19/44) > >>

Δ. Κουναλάκης:
Τώρα που βρήκα λίγο χρόνο να πάρουμε ένα-ένα...

Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή Είσοδοςη συμμετοχή μας, σε αυτό το διάλογο, δεν έχει ως στόχο να πείσουμε, και να κερδίσουμε οπαδούς, αλλά να παραθέσουμε κάποια στοιχεία, τα οποία θα αποτελέσουν ερεθίσματα, για τον κάθε καλοπροαίρετο αναζητητή της αντικειμενικότητας.
Στην επιστημονική έρευνα, γνωρίζεις ως επιστήμονας, πως υπάρχει και quantitative και qualitative research, όμως ακόμα και οι πλέον επιστημονικές έρευνες, δυστυχώς δημιουργούν πολλές υπόνοιες, για τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούν και κατ' επέκταση, για την επιστημονική τους αντικειμενικότητα και αξία.  
"Χρειάζεται να κάνετε την έρευνα σας ελκυστική, έτσι ώστε να ελκύσετε την ανάλογη χρηματοδότηση", ήταν η οδηγία της υπεύθυνης καθηγήτριας, προς την ερευνητική ομάδα.
--- Τέλος παράθεσης ---

Ίσως δεν έχεις καταλάβει πως λειτουργεί η έρευνα. Είναι νόμοι της φυσικής: δράση-αντίδραση. Όταν παρουσιαστεί μια επιστημονική μελέτη που δηλώνει κάτι ενδιαφέρον (ανεξάρτητα από που χρηματοδοτήθηκε) και την διαβάζει ένας άλλος ερευνητής που ασχολείται με το θέμα πάντα υπάρχει η τάση να την επιβεβαιώσει ή να την απορρίψει με νέα έρευνα, με λίγο διαφορετική ίσως μεθοδολογία. Και αυτός είναι ο λόγος που ενώ μπορεί να υπάρχουν κατευθυνόμενες μελέτες για να κυκλοφορήσει κάποιο φάρμακο, στο τέλος το απαγορεύουν να κυκλοφορεί.
Όμως αντίθετα δεν βλέπω κάτι ανάλογο στην ομοιοπαθητική. Αντίθετα, σχεδόν όλες οι υπάρχουσες διπλές τυφλές μελέτες κατατάσουν την ομοιοπαθητική στο placebo.

Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή ΕίσοδοςΑπό την άλλη μεριά, ακόμα και αν μία έρευνα έχει διενεργηθεί με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, δεν σημαίνει απαραίτητα, πως καταλήγει σε αντικειμενικά συμπεράσματα.

Για παράδειγμα...
Στο εργαστήριο, γιατρός ερευνητής, πειραματίζεται με μία εκπαιδευμένη αράχνη. Της κόβει το ένα πόδι, και της ζητάει να περπατήσει, και αυτή περπατάει. Συνεχίζει και της κόβει και άλλο πόδι, και η αράχνη ανταποκρίνεται στην εντολή να περπατήσει. Ακόμα και όταν έχει μείνει με ένα πόδι μόνο, υπακούει στην εντολή, σπρώχνει το σώμα, και έτσι πάλι κινείται. 'Οταν ο γιατρός ερευνητής, της κόβει και το τελευταίο πόδι, η αράχνη δεν υπακούει στην εντολή του γιατρού μένοντας ακίνητη.

Το Επιστημονικό Συμπέρασμα πειράματος, που εξήγαγε ο συγκεκριμένος γιατρός ερευνητής, ήταν:
'Οταν σε μία αράχνη κόβουμε και τα 6 πόδια, η αράχνη κουφαίνεται.
Δυστυχώς έχουμε γίνει μάρτυρες πολλών αντίστοιχων με το παραπάνω παράδειγμά μας, υποτιθέμενων επιστημονικών ερευνών, που έχουν φτάσει σε συμπεράσματα, το λιγότερο απαράδεκτα.
--- Τέλος παράθεσης ---

Πως ορίζεται η αντικειμενικότητα; Μου φαίνεται ότι πρέπει να το ορίσουμε για να μπορούμε να συννενοηθούμε...  Και έτσι, ορίζουμε τι μέθοδο ακολουθήσαμε για να πάρουμε αποτελέσματα, τι δείγμα ασθενών είχαμε με τα χαρακτηριστικά τους, εάν ήταν τυχαιοποημένο ή επιλεγμένο, και πως μετρήθηκαν τα αποτελέσματα.
Αυτός είναι και ο λόγος που προσωπικά, εάν μια μελέτη δεν έχει να διαβάσω την μέθοδο, το δείγμα και τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν, την απορρίπτω τελείως ως ερευνητική μελέτη. Όπως καταλαβαίνεις όλες αυτές οι περιγραφικές εμπειρίες σε βιντεάκια και κείμενα χωρίς να αναφέρονται ρητώς τα παραπάνω ισοδυναμούν με συζήτηση για σεξουαλικές εμπειρίες με πλήρη βαθμό υποκειμενικότητας.

Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή ΕίσοδοςΤο χλευαστικό βιντεάκι που αναρτήθηκε το οποίο δεν νομίζω πως είναι αντάξιο για το χώρο αυτό, εν' ολίγης υποστήριζε πως δεν μπορούμε να υποτιμούμε ή να αμφισβητούμε την αξία των χημικών - συνθετικών φαρμάκων, τα οποία στηρίζονται σε μια τεκμηριωμένη και πολύχρονη διαδικασία, για πολλά από τα οποία όμως, όπως μας τόνισε και ο κ. Μακρέας, ο χρόνος κυκλοφορίας τους στην αγορά, ήταν πολύ μικρότερος από τους υποτιθέμενους χρόνους ερευνών.  'Αλλωστε η ολιγόχρονη κυκλοφορίας τους, μας έδειξε την επικινδυνότητα και την αναποτελεσματικότητα τους, γεγονός που υποδηλώνει πως οι υποτιθέμενες υψηλού επιστημονικού κύρους πολύχρονες έρευνες, τελικά δεν έχουν την βαρύτητα την οποία κάποιοι θέλουν να τις αποδώσουν.

'Αρα λοιπόν, το πλέον αξιόπιστο κριτήριο, για την αξιολόγηση μιας ουσίας, ή ενός φαρμάκου, είναι η εμπειρία που αποκομίζουμε όταν αυτή η ουσία κυκλοφορεί ευρέως.  Με κριτήριο την εμπειρία της αποτελεσματικότητας ενός σκευάσματος, προφανές είναι πως τα παραδοσιακά φυτικά σκευάσματα, έχουν αποδειχθεί και ακίνδυνα και αποτελεσματικά, και έτσι δεν δικαιούμαστε να παραγνωρίσουμε αυτή την εμπειρική γνώση, η οποία στηρίζεται σε μία πολλών αιώνων ιστορία.
--- Τέλος παράθεσης ---

Εγώ δεν το εξέλαβα έτσι. Αντίθετα, το γεγονός ότι ένα λιγότερου του 3% των φαρμάκων έχει αποσυρθεί μετά την άδεια κυκλοφορίας, και ένα 20% των φαρμάκων τείνει να αντικαθίσταται από νεώτερα λόγω λιγότερων παρενεργειών αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτουμε τα αδειοδοτημένα φάρμακα. Αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι πολλά παλαιά που σήμερα δεν χρησιμοποιούνται λόγω παρενεργειών αυτό οφείλεται στο ότι δεν είναι συνθετικά αλλά προκύπτουν από επεξεργασία φυτικών ή ζωικών πρώτων υλών και κατά συνέπεια δεν είναι "καθαρά" αλλά περιέχουν και προσμίξεις με ότι παρενέργειες έχουν και αυτές. Αυτό μάλλον δεν βολεύει την φιλοσοφία σου περί φυτικών και συνθετικών. Ο Δημήτρης είναι πιο απαιτητικός όμως από μένα και απαιτεί (και καλά κάνει) να μην κυκλοφορεί και να υποστηρίζεται ένα φάρμακο που δεν έχει αποδείξει πολλαπλώς την αξία του, όχι με κουτσομπολιό και "εμπειρίες" αλλά με μετρήσεις και έλεγχο. Αλλά με αυτή τη λογική, τα ομοιοπαθητικά μάλλον ποτέ δεν θα μπορούν να δηλώσουν ότι θεραπεύουν και τα περισσότερα φυτικά σκευάσματα δεν έχουν μπει καν σε αυτή τη διαδικασία.

Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή ΕίσοδοςΔεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή Είσοδος2) Η αποτελεσματικότητα ενός θεραπευτικού μέτρου αποτελεί ΠΟΣΟΤΙΚΟ χαρακτηριστικό και γι'αυτό έχει την ανάγκη αριθμητικής έκφρασης. Περιμένω περισσότερα δεδομένα και αριθμητικά αποτελέσματα, ειδάλλως ισχύει ότι έγραψα και στο (1).
--- Τέλος παράθεσης ---

Θα ακολουθήσουν και άλλες επιστημονικές έρευνες, όπως και ερμηνείες για θεραπευτικές μεθόδους.  Φυσικά δεν μπορούμε να καταθέσουμε όλες τις εναλλακτικές μεθόδους θεραπείας, αλλά επιλέγουμε κάποιες αντιπροσωπευτικές, οι οποίες βοηθάνε, έτσι ώστε να προσεγγίσουμε ολιστικά την ανθρώπινη ύπαρξη.

Πολλές από αυτές τις μελέτες που παραθέτουμε, δίνονται οι σύνδεσμοι, έτσι ώστε ο κάθε ενδιαφερόμενος, να αντλήσει περισσότερες πληροφορίες, όπως και τα αντίστοιχα scientific reports.
--- Τέλος παράθεσης ---
Ξαναλέω ότι scientific report χωρίς να αναφέρει λεπτομερώς μέθοδο, υλικό, τρόπο επιλογής και καταγραφής δεν υφίσταται. Εάν δεν τα έχει, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ.

Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή ΕίσοδοςΔεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή ΕίσοδοςΒασική προϋπόθεση, όμως, εφαρμογής οποιουδήποτε από τα προαναφερθέντα θεραπευτικά μέτρα είναι η προηγηθείσα διάγνωση. Δεν διαφωνώ στην ύπαρξη διαφόρων υποστηρικτικών θεραπευτικών μεθόδων. Η ουσία όμως του προβλήματος είναι η ΔΙΑΓΝΩΣΗ. Πώς θα ακολουθηθεί ένα θεραπευτικό σχήμα χωρίς διάγνωση; Εάν ισχυρίζεσαι ότι ακολουθείτε ένα θεραπευτικό σχήμα εφόσον διαγνώσετε, τότε θέλω και απάντηση για τις διαγνωστικές "εναλλακτικές" μεθόδους, όπως ακριβώς ζητάω και για τις θεραπευτικές μεθόδους. Εάν, από την άλλη, προτείνετε κάποιο θεραπευτικό σχήμα χωρίς διάγνωση τότε η οποιαδήποτε απάντηση περιττεύει και μιλάμε για εγκληματική ενέργεια.
--- Τέλος παράθεσης ---

Αγαπητέ Medicus,
αυτό που προτείνουμε είναι μία ολιστική ιατρική, μία ιατρική προσέγγιση που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ολιστικά.  Στην ολιστική ιατρική που προτείνουμε μεγάλο ρόλο θα έχει η κλασσική ιατρική, τουλάχιστον στο θέμα της διάγνωσης, η οποία βέβαια μπορεί να εμπλουτιστεί, και με επιπλέον διαγνωστικά εργαλεία, χωρίς να ακυρώνει τα εργαλεία της κλασσικής ιατρικής, τα οποία μπορούν να συμβάλουν επικουρικά.

Και αναφερόμαστε σε διαγνωστικά εναλλακτικά εργαλεία, όπως η αστρολογική διάγνωση1, η διάγνωση μέσω αύρας2, η βιοενεργιακή3 διάγνωση, ιριδολογία4, thermal imaging5 κλπ.
--- Τέλος παράθεσης ---
Κατα αρχήν στην ιατρική υπάρχουν πολλές μέθοδοι με τις οποίες μπορείς να πάρεις πληροφορίες. Για μένα, κάθε κίνηση, έκφραση, λέξη, εικόνα του ασθενή που δίνει πληροφορίες για την υγεία του και τα παρατηρώ αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορώ να πω ότι έβγαλα δική μου μέθοδο. Η κάθε μέθοδος δεν είναι απαραίτητα κτήμα ή απόκτημα κάποιου. Όταν βλέπεις να μπαίνει ταμπέλα σε μια τελείως απλή μέθοδο είτε για διάγνωση είτε για θεραπεία να ξέρεις ότι δύο πράγματα συμβαίνουν: Ή αυτός που την κάνει δεν είναι γιατρός και συνεπώς εμφανίζει την μέθοδο ότι διαγνώσκει και θεραπεύει ή χρειάζεται μια έξτρα πληρωμή και η κάθε μέθοδος κοστίζει στον ασθενή.  Επιπλέον, σε ένα παράδειγμα, στην κλινική διάγνωση υπάρχει η επισκόπηση, η ακρόαση, η επίκρουση, η ψηλάφηση, κλπ που όλες τελικά καταλήγουν να είναι ποσοτικές και με διακριτό περιεχόμενο όσο κι αν το αποτέλεσμα τους είναι ποιοτικό. Αυτό τις κάνει συγκρίσιμες. Για να μπορέσεις όμως να τις εκτιμήσεις πρέπει να είναι επαναλήψιμες στο ίδιο ερέθισμα και να επιβεβαιώνονται. Και κάθε μέθοδος έχει ευαισθησία και ειδικότητα. Και η μέτρηση αυτών των δύο μεταβλητών δεν θέτει περιορισμούς στο που μπορεί να εφαρμοστεί. Μπορείς να το κάνεις ακόμη και σε διαγνωστικές μεθόδους που δεν ξέρεις πως λειτουργούν. Αλλά προϋποθέτουν ένα πράγμα ότι ξέρεις από αυτά που μετράς τι είναι υγιές και τι νοσηρό, τι είναι θετικό και τι αρνητικό.  Δεν σου αρνείται κανείς καμιά μέθοδο, αλλά για να μπορείς να την προτείνεις για χρήση εκτός πειραμάτων, πρέπει να έχεις μετρήσει και να επιβεβαιώσει την ευαισθησία και την ειδικότητα τους. Όταν δεν ξέρεις αυτά τα νούμερα, οι μέθοδοι αυτοί δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ασθενείς παρά μόνο για πειραματισμούς και όχι για διάγνωση ή θεραπεία.
Συμπέρασμα: Καλά τα youtube βίντεο αλλά αποτέλεσμα μηδέν. Και εγώ τα θεωρώ απλά spam.... όταν δεν έχουν ακριβή στοιχεία για την μέθοδο που παρουσιάζουν.

Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή ΕίσοδοςΣυμφωνούμε, με την προϋπόθεση πως όλα τα μεγέθη μπαίνουν σε μια στατιστική ανάλυση, με άλλα λόγια και αυτοί που ακόμα καταγράφονται ως θεραπευμένοι, αν και τι προβλήματα παρουσιάζουν στο μέλλον, και για πόσο διάστημα διατηρούν την υγεία τους.
Με άλλα λόγια αν ένα συγκεκριμένο σκεύασμα θεράπευσε το στομάχι μας, έχουμε εξετάσει παράλληλα και το ενδεχόμενο, ότι μπορεί να στάθηκε αιτία να ξεκινήσει ένα άλλο πρόβλημα, πχ. βλάβη στα νεφρά, το οποίο ίσως να εκδηλωθεί πολύ αργότερα?
Επίσης τα φάρμακα που δεν θεραπεύουν, αλλά απλά συντηρούν μία κατάσταση, σε ποια κατηγορία ανήκουν, αφού δεν είναι θεραπευτικά. Εν γνώση φυσικά της αλήθειας πως η μακρόχρονη χρήση κάποιων σκευασμάτων είναι αποδεδειγμένο ότι δημιουργεί βλάβες στον ανθρώπινο οργανισμό.                              

--- Τέλος παράθεσης ---

Εγώ θα σου το θέσω αλλιώς:
Έχεις σκεφτεί ότι ένα ομοιοπαθητικό φάρμακο μπορεί να θεραπεύσει το άγχος και την μούρλα του ασθενή που επιδεινώνει το νόσημα του, αλλά κάνει χωρίς λόγο κακό στο πορτοφόλι του που επίσης χρηματοδοτεί το φαϊ των παιδιών του;
Και επιμένω,
- όταν μπορούμε να έχουμε τεράστια ποσότητα ομοιοπαθητικών φαρμάκων με την αραίωση γιατί η τιμή πώλησης τους είναι τόσο ακριβή;
- αφού τα φυτικά φάρμακα παράγονται από φυτικά προϊόντα γιατί οι τιμές τους απέχουν από το κόστος που κάνουν οι βιολογικές ντομάτες, τα αγγουράκια ή τα αβοκάντο (να πούμε και κάτι εξωτικό);

Έχεις απαντήσεις;;;

Rose:
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή ΕίσοδοςΗ εκτίμηση μου είναι ότι απέχουμε πάρα μα πάρα πολύ από μια ενιαία θεραπευτική θεωρία, η οποία να εκμεταλλεύεται τον πλούτο των διάφορων θεραπευτικών τεχνικών.
Οι λόγοι είναι πάρα πολλοί και ο κυριότερος είναι ότι γύρω από κάθε τεχνική συγκροτείται ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο πλέγμα συμφερόντων.
Δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε θεραπευτική τεχνική αναπτύχθηκε σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό-οικονομικό-πολιτισμικό περιβάλλον , έξω από το οποίο χάνει μεγάλο μέρος της θεραπευτικής της ικανότητας.
Ξαναγράφω ότι υπάρχουν πάρα πολλά τα οποία δεν αντιλαμβανόμαστε.
Η ιστορία της επιστήμης και της ανθρωπότητας είναι γεμάτη από συνεχείς ανατροπές της κυρίαρχης άποψης για την επιστήμη, οι φορείς της οποία κάθε φορά ισχυρίζονται ότι αποτελεί τη μία και μόνη αλήθεια. Η σύγχρονη αντίληψη για την ιατρική (και όχι μόνο) πιθανότατα κάποια στιγμή θα ξεπεραστεί. Πιθανώς οι θεραπευτές του μέλλοντος να γελάνε με τις βεβαιότητες μας.
--- Τέλος παράθεσης ---

To Μέλλον είναι ήδη ΕΔΩ!

Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή ΕίσοδοςΊσως δεν έχεις καταλάβει πως λειτουργεί η έρευνα.
--- Τέλος παράθεσης ---

Θα κάνουμε1 μία μικρή παρένθεση, όσον αφορά την Αξιοπιστία των Επιστημονικών Ερευνών, πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση του πως λειτουργεί η Ομοιοπαθητική, και πως παρασκευάζονται τα ομοιοπαθητικά φάρμακα, και θα επανέλθουμε στο θέμα στην συνέχεια.

Αλλά για να γίνει αντιληπτή η θέση μας, παραθέτουμε ως πρόλογο, την παρακάτω αρθρογραφία, καθώς και ένα αρκετά ενδιαφέρον βίντεο...

Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή Είσοδος

[spoiler]Η διαβλητότητα των ιατρικών ερευνών
Δημοσιεύτηκε από Neutralis στις    11/04/2011

Ο Καθηγητής Πρόληψης Νοσημάτων και Παθολογίας Ιωάννης Ιωαννίδης, Διευθυντής τώρα του Stanford Prevention Research Center, έδωσε συνέντευξη στις 28-11-2010 στο περιοδικό Έψιλον της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, στην οποία αποκαλύπτει ιατρικούς μύθους γύρω από ασθένειες και φάρμακα.

Ο Έλληνας Καθηγητής είναι κυρίως διάσημος για δύο έρευνες διεθνούς βεληνεκούς, που δημοσιεύθηκαν σε έγκυρα ιατρικά περιοδικά. Η πρώτη προέβλεπε υψηλά ποσοστά λάθους στις ιατρικές έρευνες που γίνονται (10% στις καλύτερες, 80% στην πλειοψηφία αυτών), καταλήγοντας ότι σε σημαντικό ποσοστό οι ερευνητές «μαγειρεύουν στοιχεία» ώστε να εξυπηρετήσουν ίδιους σκοπούς. Το άρθρο αυτό έχει τις περισσότερες αναγνώσεις στην ιστορία του περιοδικού στο οποίο δημοσιεύθηκε, PLoS MEDICINE:

Έρευνα

Σε προφορική συνέντευξή του για την τηλεόραση, ο Καθηγητής ανέφερε παραδειγματικά πως από τις 100 έρευνες που θα γίνουν για ένα φάρμακο, θα δημοσιευθούν τελικά μόνο αυτές που αποδεικνύουν την όποια χρησιμότητα του φαρμάκου, και θα αποσιωποιηθούν οι ουδέτερες ή αρνητικές έρευνες.  Έτσι, ενώ ένα φάρμακο είναι ουσιαστικά άχρηστο, παρουσιάζεται τελικά πολύ αποτελεσματικό (καμπανάκι για ιντερφερόνες).  Αν, ωστόσο, υπάρχουν αρνητικά στοιχεία για ένα φάρμακο που είναι αδύνατο να μείνουν κρυφά, η εταιρεία θα χρηματίσει έναν μεγαλογιατρό, ώστε αυτός να μιλήσει για το φάρμακο και να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού.  Τελείως αδιάκριτο, συμπληρώνει ο κ. Ιωαννίδης, είναι το καθεστώς σε συνέδρια: ακόμη και οι ξενοδόχοι απροκάλυπτα ρωτούν τους ιατρούς «ποιά φαρμακευτική εταιρεία θα καλύψει τη διαμονή σας;» ενώ αν ο γιατρός αναφέρει τουλάχιστο 3 φορές το όνομα ενός φαρμάκου στην παρουσίασή του στο συνέδριο, θα έχει αντίστοιχες απολαβές.

Γίνονται αυτά συνέχεια και από όλους;  Όχι βέβαια.  Συνήθως οι γιατροί, όπως και όλοι οι άνθρωποι, υποκινούνται από το ένστικτο της αγέλης και θέλουν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους.  Όμως ο καθηγητής σημειώνει πως οι απάτες στην ιατρική είναι πολλές.  Για παράδειγμα: μικρές ερευνητικές ομάδες, που δεν συνεργάζονται, παράγουν μικρές έρευνες, χωρίς αυστηρά πρωτόκολλα, με ελάχιστη διαφάνεια, με στατιστική που δε μπορεί να ελεγχθεί, εξυπηρετώντας μεγάλα συμφέροντα.  Το PSA είναι ένα παράδειγμα: το προστατικό ειδικό αντιγόνο που υποτίθεται ότι ανιχνεύει τον καρκίνο του προστάτη, είναι κατά γενική ομολογία κακή διαγνωστική εξέταση, χρησιμοποιείται όμως ευρέως γιατί οι Ουρολόγοι ζουν από αυτή την εξέταση.

Η δεύτερη έρευνα του κ. Ιωαννίδη είναι δημοσιευμένη στο περιοδικό της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης:

Έρευνα

Σε αυτήν, υποστηρίζει πως τα μεγάλα ποσοστά λάθους αφορούν κυρίως την αφρόκρεμα των ερευνών.  Ο γιατρός εξέτασε τις 49 σημαντικότερες ιατρικές έρευνες που από το 1990 είχαν συγκεντρώσει περισσότερες από 1000 παραπομπές στην ιατρική βιβλιογραφία.  Από αυτές, οι 45 ισχυρίζονταν πως είχαν βρει μία πετυχημένη θεραπεία.  Οι 34 είχαν υποβληθεί σε επανέλεγχο, που είχε δείξει πως οι 14 (41%) είχαν σοβαρά λάθη ή υπερβολές.

Τότε γιατί τις χρησιμοποιούμε;  «Λόγω αδράνειας, και, μερικές φορές, διότι διακινδυνεύονται τεράστια χρηματικά συμφέροντα» απαντά έμπλεος κυνισμού ο Δρ. Ιωαννίδης.  Αναφέρει χαρακτηριστικά ο γιατρός το παράδειγμα της ορμονοθεραπείας σε γυναίκες, βιομηχανία με τζίρο πάνω από 10 δις δολλάρια.  Το 2002 μία μελέτη έδειξε όχι μόνο ότι η ορμονοθεραπεία δεν κάνει καλό, αλλά αυξάνει τον κίνδυνο για έμφραγμα, καρκίνο του μαστού, εγκεφαλικό και άνοια.  Μόλις βγήκε η μελέτη, η βιομηχανία άρχισε να παράγει αντι-βιβλιογραφία (κάτι σαν τις εργασίες Νευρολόγων που δε βρίσκουν CCSVI σε κανέναν ασθενή με σκλήρυνση – μα σε κανέναν όμως).  Επαγγελματίες συγγραφείς έγραψαν άρθρα που έβγαζαν άχρηστη τη μελέτη, και ζήτησαν από καθηγητές Πανεπιστημίου να τα υπογράψουν, με αντάλλαγμα μία δημοσίευση με το όνομά τους σε έγκυρα περιοδικά.  «Έχουμε εγκαταλείψει στο έλεος της βιομηχανίας την κλινική έρευνα» δηλώνει ο Δρ. Ιωαννίδης.

Οι έρευνες που δείχνουν ότι το κάπνισμα είναι βλαβερό είναι αξιόπιστες, αν και η καπνοβιομηχανία έχει δημιουργήσει την εντύπωση πως χρειαζόμαστε περισσότερη έρευνα.  Οι έρευνες που είχαν γίνει για τα αγχολυτικά στην Αμερική ήταν οι μισές θετικές, οι μισές αρνητικές, όμως στην επιστημονική βιβλιογραφία οι δημοσιευμένες έρευνες είναι μόνο θετικές.  Οι εγχειρήσεις στη σπονδυλική στήλη για τον πόνο στη μέση, σε ποσοστό 50-70%, δεν έχει τεκμηριωθεί πως είναι χρήσιμες, ωστόσο είναι ακριβές και προτιμώνται.  Της ίδιας χαμηλής αξιοπιστίας είναι και οι δηλώσεις σε συνέδρια από «ειδικούς» ιατρούς της φαρμακοβιομηχανίας – δηλώσεις όμως που επηρεάζουν την κοινή γνώμη των λοιπών ιατρών και ασθενών.

Για όσους δε γνωρίζουν, ο Δρ. Ιωαννίδης έχει διδάξει στο Χάρβαρντ, στο Λονδίνο και στην Ιατρική Σχολή Ιωαννίνων, ενώ οι έρευνές του τον έχουν κάνει περιζήτητο στην ιατρική κοινότητα.  Σύμφωνα με το έγκυρο αμερικανικό περιοδικό «The Atlantic» είναι ένας από τους επιστήμονες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο.

Άντε να κατανοήσεις, μετά από όλα αυτά, πώς βοηθάει το Rebif 33% και πώς το Tysabri μειώνει τον κίνδυνο εξέλιξης της επιδείνωσης.

Αν ενδιαφέρεστε, παρακολουθήστε και βιντεοσκοπημένη ομιλία του για το National Institutes of Health με θέμα την αξιοπιστία των κλινικών ερευνών.[/spoiler]

John Ioannidis delivers grand rounds at the NIH on the topic of translation, replication, and credibility of biomedical research findings.

Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή Είσοδος
__________________________________________________________________________________

1 Ο πρώτος πληθυντικός κ. Κουναλάκη, είναι επειδή εκφράζουμε την άποψη της οργάνωσής μας, και όχι την μεμονωμένη προσωπική μας άποψη.  Ελπίζουμε τώρα να λύθηκε η απορία σας...  

Rose:
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή Είσοδος

[spoiler]Lies, Damned Lies, and Medical Science

Much of what medical researchers conclude in their studies is misleading, exaggerated, or flat-out wrong. So why are doctors—to a striking extent—still drawing upon misinformation in their everyday practice? Dr. John Ioannidis has spent his career challenging his peers by exposing their bad science.


By DAVID H. FREEDMAN



IN 2001, RUMORS were circulating in Greek hospitals that surgery residents, eager to rack up scalpel time, were falsely diagnosing hapless Albanian immigrants with appendicitis. At the University of Ioannina medical school’s teaching hospital, a newly minted doctor named Athina Tatsioni was discussing the rumors with colleagues when a professor who had overheard asked her if she’d like to try to prove whether they were true—he seemed to be almost daring her. She accepted the challenge and, with the professor’s and other colleagues’ help, eventually produced a formal study showing that, for whatever reason, the appendices removed from patients with Albanian names in six Greek hospitals were more than three times as likely to be perfectly healthy as those removed from patients with Greek names. “It was hard to find a journal willing to publish it, but we did,” recalls Tatsioni. “I also discovered that I really liked research.” Good thing, because the study had actually been a sort of audition. The professor, it turned out, had been putting together a team of exceptionally brash and curious young clinicians and Ph.D.s to join him in tackling an unusual and controversial agenda.

Last spring, I sat in on one of the team’s weekly meetings on the medical school’s campus, which is plunked crazily across a series of sharp hills. The building in which we met, like most at the school, had the look of a barracks and was festooned with political graffiti. But the group convened in a spacious conference room that would have been at home at a Silicon Valley start-up. Sprawled around a large table were Tatsioni and eight other youngish Greek researchers and physicians who, in contrast to the pasty younger staff frequently seen in U.S. hospitals, looked like the casually glamorous cast of a television medical drama. The professor, a dapper and soft-spoken man named John Ioannidis, loosely presided.

One of the researchers, a biostatistician named Georgia Salanti, fired up a laptop and projector and started to take the group through a study she and a few colleagues were completing that asked this question: were drug companies manipulating published research to make their drugs look good? Salanti ticked off data that seemed to indicate they were, but the other team members almost immediately started interrupting. One noted that Salanti’s study didn’t address the fact that drug-company research wasn’t measuring critically important “hard” outcomes for patients, such as survival versus death, and instead tended to measure “softer” outcomes, such as self-reported symptoms (“my chest doesn’t hurt as much today”). Another pointed out that Salanti’s study ignored the fact that when drug-company data seemed to show patients’ health improving, the data often failed to show that the drug was responsible, or that the improvement was more than marginal.

Salanti remained poised, as if the grilling were par for the course, and gamely acknowledged that the suggestions were all good—but a single study can’t prove everything, she said. Just as I was getting the sense that the data in drug studies were endlessly malleable, Ioannidis, who had mostly been listening, delivered what felt like a coup de grâce: wasn’t it possible, he asked, that drug companies were carefully selecting the topics of their studies—for example, comparing their new drugs against those already known to be inferior to others on the market—so that they were ahead of the game even before the data juggling began? “Maybe sometimes it’s the questions that are biased, not the answers,” he said, flashing a friendly smile. Everyone nodded. Though the results of drug studies often make newspaper headlines, you have to wonder whether they prove anything at all. Indeed, given the breadth of the potential problems raised at the meeting, can any medical-research studies be trusted?

That question has been central to Ioannidis’s career. He’s what’s known as a meta-researcher, and he’s become one of the world’s foremost experts on the credibility of medical research. He and his team have shown, again and again, and in many different ways, that much of what biomedical researchers conclude in published studies—conclusions that doctors keep in mind when they prescribe antibiotics or blood-pressure medication, or when they advise us to consume more fiber or less meat, or when they recommend surgery for heart disease or back pain—is misleading, exaggerated, and often flat-out wrong. He charges that as much as 90 percent of the published medical information that doctors rely on is flawed. His work has been widely accepted by the medical community; it has been published in the field’s top journals, where it is heavily cited; and he is a big draw at conferences. Given this exposure, and the fact that his work broadly targets everyone else’s work in medicine, as well as everything that physicians do and all the health advice we get, Ioannidis may be one of the most influential scientists alive. Yet for all his influence, he worries that the field of medical research is so pervasively flawed, and so riddled with conflicts of interest, that it might be chronically resistant to change—or even to publicly admitting that there’s a problem.

THE CITY OF IOANNINA is a big college town a short drive from the ruins of a 20,000-seat amphitheater and a Zeusian sanctuary built at the site of the Dodona oracle. The oracle was said to have issued pronouncements to priests through the rustling of a sacred oak tree. Today, a different oak tree at the site provides visitors with a chance to try their own hands at extracting a prophecy. “I take all the researchers who visit me here, and almost every single one of them asks the tree the same question,” Ioannidis tells me, as we contemplate the tree the day after the team’s meeting. “‘Will my research grant be approved?’” He chuckles, but Ioannidis (pronounced yo-NEE-dees) tends to laugh not so much in mirth as to soften the sting of his attack. And sure enough, he goes on to suggest that an obsession with winning funding has gone a long way toward weakening the reliability of medical research.

He first stumbled on the sorts of problems plaguing the field, he explains, as a young physician-researcher in the early 1990s at Harvard. At the time, he was interested in diagnosing rare diseases, for which a lack of case data can leave doctors with little to go on other than intuition and rules of thumb. But he noticed that doctors seemed to proceed in much the same manner even when it came to cancer, heart disease, and other common ailments. Where were the hard data that would back up their treatment decisions? There was plenty of published research, but much of it was remarkably unscientific, based largely on observations of a small number of cases. A new “evidence-based medicine” movement was just starting to gather force, and Ioannidis decided to throw himself into it, working first with prominent researchers at Tufts University and then taking positions at Johns Hopkins University and the National Institutes of Health. He was unusually well armed: he had been a math prodigy of near-celebrity status in high school in Greece, and had followed his parents, who were both physician-researchers, into medicine. Now he’d have a chance to combine math and medicine by applying rigorous statistical analysis to what seemed a surprisingly sloppy field. “I assumed that everything we physicians did was basically right, but now I was going to help verify it,” he says. “All we’d have to do was systematically review the evidence, trust what it told us, and then everything would be perfect.”

It didn’t turn out that way. In poring over medical journals, he was struck by how many findings of all types were refuted by later findings. Of course, medical-science “never minds” are hardly secret. And they sometimes make headlines, as when in recent years large studies or growing consensuses of researchers concluded that mammograms, colonoscopies, and PSA tests are far less useful cancer-detection tools than we had been told; or when widely prescribed antidepressants such as Prozac, Zoloft, and Paxil were revealed to be no more effective than a placebo for most cases of depression; or when we learned that staying out of the sun entirely can actually increase cancer risks; or when we were told that the advice to drink lots of water during intense exercise was potentially fatal; or when, last April, we were informed that taking fish oil, exercising, and doing puzzles doesn’t really help fend off Alzheimer’s disease, as long claimed. Peer-reviewed studies have come to opposite conclusions on whether using cell phones can cause brain cancer, whether sleeping more than eight hours a night is healthful or dangerous, whether taking aspirin every day is more likely to save your life or cut it short, and whether routine angioplasty works better than pills to unclog heart arteries.

But beyond the headlines, Ioannidis was shocked at the range and reach of the reversals he was seeing in everyday medical research. “Randomized controlled trials,” which compare how one group responds to a treatment against how an identical group fares without the treatment, had long been considered nearly unshakable evidence, but they, too, ended up being wrong some of the time. “I realized even our gold-standard research had a lot of problems,” he says. Baffled, he started looking for the specific ways in which studies were going wrong. And before long he discovered that the range of errors being committed was astonishing: from what questions researchers posed, to how they set up the studies, to which patients they recruited for the studies, to which measurements they took, to how they analyzed the data, to how they presented their results, to how particular studies came to be published in medical journals.

This array suggested a bigger, underlying dysfunction, and Ioannidis thought he knew what it was. “The studies were biased,” he says. “Sometimes they were overtly biased. Sometimes it was difficult to see the bias, but it was there.” Researchers headed into their studies wanting certain results—and, lo and behold, they were getting them. We think of the scientific process as being objective, rigorous, and even ruthless in separating out what is true from what we merely wish to be true, but in fact it’s easy to manipulate results, even unintentionally or unconsciously. “At every step in the process, there is room to distort results, a way to make a stronger claim or to select what is going to be concluded,” says Ioannidis. “There is an intellectual conflict of interest that pressures researchers to find whatever it is that is most likely to get them funded.”

Perhaps only a minority of researchers were succumbing to this bias, but their distorted findings were having an outsize effect on published research. To get funding and tenured positions, and often merely to stay afloat, researchers have to get their work published in well-regarded journals, where rejection rates can climb above 90 percent. Not surprisingly, the studies that tend to make the grade are those with eye-catching findings. But while coming up with eye-catching theories is relatively easy, getting reality to bear them out is another matter. The great majority collapse under the weight of contradictory data when studied rigorously. Imagine, though, that five different research teams test an interesting theory that’s making the rounds, and four of the groups correctly prove the idea false, while the one less cautious group incorrectly “proves” it true through some combination of error, fluke, and clever selection of data. Guess whose findings your doctor ends up reading about in the journal, and you end up hearing about on the evening news? Researchers can sometimes win attention by refuting a prominent finding, which can help to at least raise doubts about results, but in general it is far more rewarding to add a new insight or exciting-sounding twist to existing research than to retest its basic premises—after all, simply re-proving someone else’s results is unlikely to get you published, and attempting to undermine the work of respected colleagues can have ugly professional repercussions.

In the late 1990s, Ioannidis set up a base at the University of Ioannina. He pulled together his team, which remains largely intact today, and started chipping away at the problem in a series of papers that pointed out specific ways certain studies were getting misleading results. Other meta-researchers were also starting to spotlight disturbingly high rates of error in the medical literature. But Ioannidis wanted to get the big picture across, and to do so with solid data, clear reasoning, and good statistical analysis. The project dragged on, until finally he retreated to the tiny island of Sikinos in the Aegean Sea, where he drew inspiration from the relatively primitive surroundings and the intellectual traditions they recalled. “A pervasive theme of ancient Greek literature is that you need to pursue the truth, no matter what the truth might be,” he says. In 2005, he unleashed two papers that challenged the foundations of medical research.

He chose to publish one paper, fittingly, in the online journal PLoS Medicine, which is committed to running any methodologically sound article without regard to how “interesting” the results may be. In the paper, Ioannidis laid out a detailed mathematical proof that, assuming modest levels of researcher bias, typically imperfect research techniques, and the well-known tendency to focus on exciting rather than highly plausible theories, researchers will come up with wrong findings most of the time. Simply put, if you’re attracted to ideas that have a good chance of being wrong, and if you’re motivated to prove them right, and if you have a little wiggle room in how you assemble the evidence, you’ll probably succeed in proving wrong theories right. His model predicted, in different fields of medical research, rates of wrongness roughly corresponding to the observed rates at which findings were later convincingly refuted: 80 percent of non-randomized studies (by far the most common type) turn out to be wrong, as do 25 percent of supposedly gold-standard randomized trials, and as much as 10 percent of the platinum-standard large randomized trials. The article spelled out his belief that researchers were frequently manipulating data analyses, chasing career-advancing findings rather than good science, and even using the peer-review process—in which journals ask researchers to help decide which studies to publish—to suppress opposing views. “You can question some of the details of John’s calculations, but it’s hard to argue that the essential ideas aren’t absolutely correct,” says Doug Altman, an Oxford University researcher who directs the Centre for Statistics in Medicine.

Still, Ioannidis anticipated that the community might shrug off his findings: sure, a lot of dubious research makes it into journals, but we researchers and physicians know to ignore it and focus on the good stuff, so what’s the big deal? The other paper headed off that claim. He zoomed in on 49 of the most highly regarded research findings in medicine over the previous 13 years, as judged by the science community’s two standard measures: the papers had appeared in the journals most widely cited in research articles, and the 49 articles themselves were the most widely cited articles in these journals. These were articles that helped lead to the widespread popularity of treatments such as the use of hormone-replacement therapy for menopausal women, vitamin E to reduce the risk of heart disease, coronary stents to ward off heart attacks, and daily low-dose aspirin to control blood pressure and prevent heart attacks and strokes. Ioannidis was putting his contentions to the test not against run-of-the-mill research, or even merely well-accepted research, but against the absolute tip of the research pyramid. Of the 49 articles, 45 claimed to have uncovered effective interventions. Thirty-four of these claims had been retested, and 14 of these, or 41 percent, had been convincingly shown to be wrong or significantly exaggerated. If between a third and a half of the most acclaimed research in medicine was proving untrustworthy, the scope and impact of the problem were undeniable. That article was published in the Journal of the American Medical Association.

DRIVING ME BACK to campus in his smallish SUV—after insisting, as he apparently does with all his visitors, on showing me a nearby lake and the six monasteries situated on an islet within it—Ioannidis apologized profusely for running a yellow light, explaining with a laugh that he didn’t trust the truck behind him to stop. Considering his willingness, even eagerness, to slap the face of the medical-research community, Ioannidis comes off as thoughtful, upbeat, and deeply civil. He’s a careful listener, and his frequent grin and semi-apologetic chuckle can make the sharp prodding of his arguments seem almost good-natured. He is as quick, if not quicker, to question his own motives and competence as anyone else’s. A neat and compact 45-year-old with a trim mustache, he presents as a sort of dashing nerd—Giancarlo Giannini with a bit of Mr. Bean.

The humility and graciousness seem to serve him well in getting across a message that is not easy to digest or, for that matter, believe: that even highly regarded researchers at prestigious institutions sometimes churn out attention-grabbing findings rather than findings likely to be right. But Ioannidis points out that obviously questionable findings cram the pages of top medical journals, not to mention the morning headlines. Consider, he says, the endless stream of results from nutritional studies in which researchers follow thousands of people for some number of years, tracking what they eat and what supplements they take, and how their health changes over the course of the study. “Then the researchers start asking, ‘What did vitamin E do? What did vitamin C or D or A do? What changed with calorie intake, or protein or fat intake? What happened to cholesterol levels? Who got what type of cancer?’” he says. “They run everything through the mill, one at a time, and they start finding associations, and eventually conclude that vitamin X lowers the risk of cancer Y, or this food helps with the risk of that disease.” In a single week this fall, Google’s news page offered these headlines: “More Omega-3 Fats Didn’t Aid Heart Patients”; “Fruits, Vegetables Cut Cancer Risk for Smokers”; “Soy May Ease Sleep Problems in Older Women”; and dozens of similar stories.[/spoiler]

Rose:
Δεν είναι ορατοί οι σύνδεσμοι (links). Εγγραφή ή Είσοδος

[spoiler] Έκθεση ιδεών
Δημοσιεύτηκε από Neutralis στις    02/02/2012

Ξέρετε πόσο στοιχίζει η σκλήρυνση στα κράτη-μέλη της Ευρώπης; 14.6 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο (εκτίμηση του 2010).

Η σκλήρυνση είναι η συχνότερη αιτία για την εμφάνιση αναπηρίας σε νεαρές ηλικίες, γεγονός που με τη σειρά του δημιουργεί ένα ντόμινο συνεπειών στην παραγωγικότητα, έλλειψη δημιουργικότητας, ανεργία, κατάθλιψη ή αυτοκτονία στις ηλικίες αυτές στις οποίες ένας άνθρωπος φυσιολογικά παράγει και δημιουργεί.

Η σκλήρυνση πρωτοπεριγράφηκε το 1868 από τον Charcot.  Τί έγινε και 150 χρόνια μετά εξακολουθεί να παραμένει ανίατη, με εξοντωτικές συνέπειες στο σώμα και το πνεύμα των ασθενών της, αλλά και όσων περιθάλπουν αυτούς;

Υπολογίζεται ότι σήμερα πάσχουν 2.500.000 άνθρωποι στον κόσμο.  O μέσος όρος ζωής τους είναι μικρότερος, όπως είναι και η ποιότητα όλης τους της ζωής, και φυσικά η πρόγνωση πως ένας ασθενής μπορεί να ζήσει έως και 35 χρόνια μετά τη διάγνωση δεν είναι η αισιόδοξη είδηση που θέλει να ακούσει κανείς, εκτός αν αυτός που την ανακοινώνει νομίζει πως είναι ευχάριστο να ζεις τυφλός, κουρασμένος, καταθλιπτικός, με ακράτεια, και στο καροτσάκι σου, για όλα τα χρόνια που σου λένε με χαρά ότι σου έχουν μείνει.

Στο Λύκειο γράφαμε εκθέσεις με αιτίες, αποτελέσματα και προτάσεις, για να κατανοήσουμε ένα φαινόμενο.  Ας επιχειρήσουμε το ίδιο και εδώ.

Ας συμφωνήσουμε πως η εξεύρεση αιτίας και θεραπείας στη σκλήρυνση είναι το κοινό ζητούμενο γιατρών και ασθενών.  Αναγκαστικά θα συμφωνήσουμε, επίσης, πως ένας ασθενής έχει συγκριτικά περισσότερη ανάγκη να βρεθούν η αιτία και η θεραπεία σε σχέση με τον γιατρό, ο οποίος δεν έχει τη βιασύνη του χρόνου στο δικό του σώμα, αλλά εργάζεται για λογαριασμό της έρευνας και της υγείας του συνόλου.

Ο τελευταίος, όσο αγαθές προθέσεις και να έχει, συνήθως διεκπεραιώνει το λειτούργημά του ως επάγγελμα: διαγιγνώσκει, συνταγογραφεί, και παρακολουθεί.  Έχει ελάχιστο χρόνο να παρακολουθεί τις τρέχουσες εξελίξεις, στις οποίες συμμορφώνεται μόνο όταν κάποιο πρωτόκολλο αλλάξει.  Ενίοτε, αμοίβεται και από φαρμακοβιομηχανίες για την παροχή συμβουλών σε ασθενείς.  Έστω και μη ηθελημένα λοιπόν, βρίσκεται σε ένα τέτοιο ισχυρό πλέγμα συμφερόντων στο οποίο αναπαράγει απλά την καθεστηκυία γνώση για τη σκλήρυνση και τα επικρατέστερα φάρμακά της.  Έμαθε στο Πανεπιστήμιο ότι η σκλήρυνση είναι αυτοάνοση, και αυτό λέει και παραέξω.  Δεν το αμφισβητεί, γιατί αυτό λένε και τα πανεπιστημιακά συγγράμματα και οι διδάσκοντές του.  Πράγματι, η γνώση που υπάρχει σήμερα για τη σκλήρυνση είναι πως είναι/θεωρείται αυτοάνοση.

Η σκλήρυνση, ως νόσος με νευρολογικά σημεία και συμπτώματα, ήταν αναμενόμενο να μελετάται εξ αρχής από νευρολόγους, οι οποίοι έψαχναν στο ίδιο το κεντρικό νευρικό σύστημα μία εντοπίσιμη παθολογία – π.χ. έναν ιό, ένα βακτήριο.  Δεν υπάρχει αποκλειστικός λόγος για τον οποίο η σκλήρυνση πρέπει να μελετάται και να θεραπεύεται από νευρολόγους, πέρα από τη δύναμη της συνήθειας 150 χρόνων και από το γεγονός ότι η νόσος εμφανίζεται με νευρολογικά συμπτώματα.  Σήμερα, με τη γνώση της ΧΕΝΦΑ, κατανοούμε πως ένας ασθενής με φλεβική ανεπάρκεια στα κάτω άκρα δε θα απευθυνθεί σε δερματολόγο για να του θεραπεύσει τα φλεβικά έλκη που απέκτησε, επειδή αυτά έτσι φαίνονται στο δέρμα, αλλά θα απευθυνθεί σε αγγειοχειρουργό για να διορθώσει την αρχική βλάβη.

Οι κυριότερες θεωρίες προέλευσης της σκλήρυνσης ήταν πάντα τρεις: ιογενής, φλεβική ή αυτοάνοση.  Η φλεβική χρονολογείται από το 1930 και τα πειράματα του νευρολόγου Putnam.  Το γιατί δε μελετήθηκε περισσότερο παρά το γεγονός ότι η συμφόρηση της κυκλοφορίας του αίματος που είχε προκαλέσει τότε ο Putnam σε εγκεφαλικές φλέβες σε σκύλους είχε δώσει απομυελινωτικές εστίες πανομοιότυτες με αυτές της σκλήρυνσης, απαντάται με πολλούς τρόπους.  Έλλειψη τεχνολογικού εξοπλισμού (υπέρηχοι, καθετήρες κλπ) για τον εντοπισμό του προβλήματος είναι ένας λόγος.  Η εξέλιξη των εμβολιών την ίδια δεκαετία και η πίστη πως η σκλήρυνση, σύμφωνα με το μοντέλο της ΕΑΕ, θα μπορούσε να θεραπευθεί ως μία αλλεργική αντίδραση έστρεψε το ενδιαφέρον στα ποντίκια και το πήρε από τον ασθενή.  Από εκεί και πέρα, όσες ενδείξεις αυτοανοσίας έχουμε για τη σκλήρυνση προέκυψαν από το λαθεμένο μοντέλο της ΕΑΕ.  Θεραπεύονται τα ποντίκια, αλλά ποτέ κανένας ασθενής.  Από το 1868, η νευρολογία δε θεράπευσε ποτέ ούτε έναν ασθενή – με το αντίτιμο των 14.6 δις ευρώ τον χρόνο στην Ευρώπη σήμερα. Οπότε, εύλογα αναρωτιέται κανείς αν η σκλήρυνση είναι όντως τόσο δύσκολη ασθένεια και 150 χρόνια δεν πάμε πουθενά, ή η νευρολογία αμέλησε να μελετήσει σοβαρότερα τις ενδείξεις του φλεβικού μοντέλου από το 1936.

Ας μην κοιτάμε την ασθενή κα. Ελένη που έκανε τρία επεισόδια σε όλη της τη ζωή και πέθανε στα πόδια της στα 80.  Ναι, υπάρχουν και αυτές οι περιπτώσεις, αλλά ακόμη και αυτές θα μπορούσαν να μην είχαν κάνει ούτε καν τα τρία επεισόδια.  Ας κοιτάμε την δεκατετράχρονη Ελένη που πάσχει ήδη από αταξία κίνησης, έχει κάνει Ρεμπίφ δύο χρόνια χωρίς αποτέλεσμα, είναι μόνιμα μουδιασμένη από τη μέση και κάτω και ο γιατρός της πρόσφατα της πρότεινε Tysabri, μόνο και μόνο για να το πάρει και δέκα μήνες μετά να διαγνωσθεί με PML.

Tα πράγματα μπορεί να πάνε πολύ άσχημα, κι εμείς δεν εξαιρούμαστε από τις άσχημες πιθανότητες.  Πού είναι ο διαγνωστικός και προληπτικός ρόλος του νευρολόγου;  Δεν τον χρειάζεσαι όταν έχεις ύφεση, ούτε για να σου γράψει την κορτιζόνη, αλλά για να σου εξηγήσει γιατί ζαλίζεσαι δυο χρόνια και γιατί αυτός δε μπορεί να κάνει κάτι γι αυτό.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, 11 ασθενείς πέθαναν από Gilenya, 42 από PML και η δεκαεξαετής παρακολούθηση των ιντερφερονών δεν έδειξε κανένα όφελος στην αναπηρία.  Άρα το μοντέλο που η νευρολογία επέλεξε για να μελετήσει και θεραπεύσει την σκλήρυνση είναι μάλλον λάθος.  Δε θα πούμε ότι φταίει η νόσος που δε δουλεύουν τα φάρμακα, γιατί τα φάρμακα της ουρολοίμωξης στην ουρολοίμωξη δουλεύουν μια χαρά.  Φταίει ο τρόπος που εμείς βλέπουμε τη νόσο, και μας αναγκάζει να παράγουμε λάθος φάρμακα και λάθος θεωρίες.

Αν αυτά τα λάθη στοίχιζαν μόνο 14.6 δις, θα το έβλεπα κυνικά το θέμα.  Επειδή στοιχίζουν όμως τη ζωή των ανθρώπων και την ευτυχία των συγγενών τους, πρέπει να αποδώσουμε ευθύνες αυστηρά και να διορθώσουμε ό,τι μπορούμε.

Αφού λοιπόν η νευρολογία δε μπορούσε το 1935, ελλείψει εξοπλισμού, να κάνει μπαλόνι στους ασθενείς, γιατί το πρόβλημά μας λέγεται Χρόνια Εγκεφαλονωτιαία Φλεβική Ανεπάρκεια, θα μπορούσε να το ξαναπιάσει το θέμα τη δεκαετία του 70, τότε που εξελίχθηκαν οι καθετήρες και τα μπαλόνια.  Αν ακολουθούσε τις ενδείξεις, θα είχε φτάσει στις σφαγίτιδες νωρίτερα από τον Zamboni, όπως άλλωστε έφτασε στα μέσα της δεκαετίας του 80 ο Dr. Schelling.  Άρα αν η νευρολογία μελετούσε, ως επιστήμη, τις ενδείξεις, σήμερα κανείς δε θα ήταν ανάπηρος, ούτε θα έλειπαν τόσα λεφτά από ιατρικές δαπάνες.

Αν έχασες μόνο την όραση είσαι πιο επιεικής από αυτόν που έχασε τα πόδια του.  Τα πόδια μας είναι το τελευταίο οχυρό.  Ας ρωτήσουμε καλύτερα τους ασθενείς που τα έχασαν, ενώ ευλαβικά τηρούσαν όλες τις συμβουλές των νευρολόγων.

Αν η φλεβική ανεπάρκεια είχε μελετηθεί σοβαρά είτε από το 1936 είτε από το 1970, είτε τέλος από τότε που ο Schelling γυρνούσε τα Πανεπιστήμια ψάχνοντας κλινικές να τον ακούσουν (1990), σήμερα θα είχαμε ίσως λύσεις και για «ανίατα» προβλήματα όπως υποπλασίες, απλασίες, θρομβώσεις, καλύτερα στεντ, ασφαλή by-pass, τεχνητές βαλβίδες, ενιαίο πρωτόκολλο διάγνωσης και αποκατάστασης, δωρεάν επεμβάσεις και, τελικά, καθόλου σκλήρυνση.  Ποιός φταίει που δεν έχουμε τίποτα από όλα αυτά, αλλά έχουμε σκλήρυνση;

Η επιστήμη είναι συντηρητική, και έτσι θα προχωρήσει.  Θα αργήσει πολύ να προταθεί η ιδέα του υπερήχου στους ασθενείς και η αγγειοπλαστική ως θεραπεία, και αυτό γιατί απαιτούνται διπλά τυφλές κλινικές δοκιμές με ομάδες ελέγχου.  Οκ, κατανοητό.  Ποιός να χρηματοδοτήσει όμως τέτοιες μελέτες, όταν δεν υπάρχει οικονομικό συμφέρον;  Στις μελέτες των φαρμάκων τα χρήματα διατίθενται από φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες παραμένουν η επικερδέστερη βιομηχανία ακόμη και σήμερα, εν καιρώ κρίσης.  Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και προκατάληψη στην επιστήμη υπέρ της καθεστηκυίας γνώσης: προτιμώνται οι μελέτες εκείνες που στηρίζουν το ήδη υπάρχον μοντέλο μίας ασθένειας, και όχι προτάσεις που αμφισβητούν το κατεστημένο.  Έτσι, η ΧΕΝΦΑ πέφτει στα χέρια μιας μάζας απελπισμένων ασθενών και μετρημένων γιατρών, που κατηγορούνται οι πρώτοι για αφέλεια και ανοησία και οι δεύτεροι για οικονομική απομύζηση των πρώτων.  Οι μετρημένοι γιατροί, με μετρημένα χρήματα, πρέπει να αποδείξουν τώρα στην προκατειλημμένη ανθρωπότητα αυτό που η συντηρητική επιστήμη δε θέλει να αποδειχθεί.  Τρέχα γύρευε.

Προτάσεις λοιπόν: να σταματήσουν οι νευρολόγοι να σπαταλάνε δις ευρώ και δολλάρια σε μοντέλα της νόσου που αποδεδειγμένα δεν οδηγούν σε εξεύρεση θεραπείας.  Να συνεργαστούν με Επεμβατικούς Ακτινολόγους και να εκπονήσουν έρευνες σε μεγάλα Πανεπιστήμια και Νοσοκομεία προκειμένου να αποδειχθεί, ή όχι, η ΧΕΝΦΑ.  Να μελετήσουν τη φλεβική υπόθεση όλων των επιστημόνων, και όχι μόνο του Zamboni.

Δεν το έκαναν το 1936, δεν το έκαναν το 1970, δεν το έκαναν το 1990, δεν το κάνουν ούτε το 2012? Ε, τότε ο χαρακτηρισμός που τους ταιριάζει είναι αυτός που δεν αρμόζει καθόλου σε ένα γραπτό δοκίμιο.

Αν κάνω zoom out, η σκλήρυνση είναι η νόσος που ταλαιπωρεί ένα σωρό νέους ανθρώπους από τη στιγμή της διάγνωσης μέχρι να πεθάνουν, με οικονομικό και σωματικό κόστος.  Δεν υπάρχει θεραπεία, ούτε αιτία, λέει η νευρολογία.

Και τώρα κάνω zoom in στον χάρτη.  Σε έναν μήνα κλείνω έναν χρόνο μετά την επέμβαση.  Δεν υπάρχει επιδείνωση, δεν υπάρχουν νέα συμπτώματα, δεν έγινε καμία νέα υποτροπή.  Δε διορθώθηκε το πρόβλημα στο αριστερό μάτι, αλλά είμαι χαρούμενη και δυνατή.  Δεν ήμουν έτσι πριν την επέμβαση.  Ούτε χαρούμενη ούτε δυνατή.

Το σκοτεινό σημείο του ματιού μου είναι πλέον ο ισχυρότερος μεγεθυντικός φακός στην άθλια πραγματικότητα των νευρολόγων.[/spoiler]

Rose:
ΠΕΡΙ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΏΝ ΜΕΘΟΔΩΝ

Αναφερόμενος στις διαγνωστικές μεθόδους ο αείμνηστος Β. Αλβάνης, έγραφε: («Κλινική παρατήρηση», Θεσσαλονίκη 1940) «Ο βαθυστόχαστος όμως και έχων επίγνωση της υψηλότερης αποστολής του ιατρός, δεν ικανοποιείται μόνον από τις εργαστηριακές διαγνώσεις, αλλά φλεγόμενος από επιστημονικό ενδιαφέρον και υπό το κράτος του ενδιαφέροντός του προς τον ασθενή, αποπειράται να συλλάβει αυτόν σε όλη του την υπόσταση, ανακαλύπτοντας και συλλέγοντας όσο περισσότερες πληροφορίες γίνεται για την σωματική και ψυχική του κατάσταση. Από τις αρχές του προηγούμενου ακόμα αιώνα τονίζονταν ότι, τον πάσχοντα άνθρωπο οφείλουμε να εξετάζουμε όχι μονομερώς, αλλά στην ολική του υπόσταση και προσωπικότητα (Fr. Krauss «Pathologie der person»).

Με το παραπάνω σκεπτικό, προτείνουμε διεύρυνση και εμπλουτισμό των διαγνωστικών μεθόδων, με τεχνικές που επεκτείνονται και σε άλλες πτυχές της ανθρώπινης υπόστασης, αποσκοπώντας σε μια ολική, ακριβή και ολιστική εξέταση του πάσχοντος ανθρώπου, πρόταση όμως που δυστυχώς βρίσκει ανταπόκριση σε ελάχιστα ανοιχτά πνεύματα του σύγχρονου ιατρικού κόσμου.

Ο Ιπποκράτης είχε ήδη θέσει το πλαίσιο αυτής της αντίληψης όταν έγραφε: «Μέγα δε μέρος ηγούμαι της τέχνης είναι το δύνασθαι σκοπείν». Σε άλλο σημείο πάλι τόνιζε, δίνοντας οδηγίες για την διάγνωση από τον ιατρό, ότι: «πλείονα εμπιστοσύνην οφείλομεν να δίδωμεν εις τους οφθαλμούς μας, παρά εις τους λογικούς συλλογισμούς», το οποίο κατά μίαν έννοια μας προειδοποιεί ότι, από τις λεγόμενες επιστημονικές συστηματικές έρευνες μέσα από λογικές τυποποιημένες μεθόδους (π.χ. SPSS), καλό είναι περισσότερη εμπιστοσύνη να δίνουμε στην εμπειρία και στην προσωπική διάγνωση του έμπειρου ιατρού.

Όμως η πικρή αλήθεια είναι ότι, την ικανότητα της προσωπικής διάγνωσης την διαθέτουν όλο και λιγότεροι σύγχρονοι ιατροί, καθότι όπως δήλωνε ο Sergent για την αξία της διαγνωστικής μεθόδου της ακροάσεως, «η ακρόαση δεν χρεοκόπησε, αλλά ο τρόπος εκτέλεσής της είναι πλέον ως επί το πλείστον πλημμελής, επειδή, οι πολλοί (ιατροί) συνήθως ακούνε χωρίς όμως να ακροώνται». Ποιο είναι άραγε το χαρακτηριστικό του πετυχημένου ιατρού στην διάγνωση με παρατήρηση απλά και ακρόαση; Έχει κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες ή δεξιότητες ή μήπως κάποια μεταφυσικά χαρίσματα; Φαίνεται ότι, ναι, υφίστανται και κάποιες μη κλασσικά ερμηνεύσιμες ικανότητες, για τις οποίες εμείς υποστηρίζουμε ότι δύνανται να αναπτυχθούν στον κάθε έναν.

Ήδη από τα χρόνια της ραγδαίας εξάπλωσης των εργαστηριακών διαγνωστικών μεθόδων, αρκετοί αντιμετώπισαν το γεγονός με σκεπτικισμό, καθώς παρασυρόμενος ο ιατρός σε υπερβολική εκτίμηση των εργαστηριακών αποτελεσμάτων, χάνει σε μεγάλο βαθμό την επαφή του με τον άρρωστο, υποτιμώντας παράλληλα την σημασία των κλινικών δεδομένων, αγόμενος πολλές φορές σε χονδροειδή σφάλματα. Είναι μάλιστα στο σημείο αυτό το πιο αξιοκατάκριτο γεγονός της ιατρικής, το να φεύγει στην πράξη ο ασθενής από το επίκεντρο της ίασης και την θέση του να παίρνει μια αφηρημένη έννοια περί νόσου, η οποία αποσπά ολοκληρωτικά την έγνοια, προσοχή και φροντίδα του θεράποντα ιατρού, ο οποίος τείνει να αδιαφορεί για τον ασθενή άνθρωπο.

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

Συντασσόμαστε με τον Kuhn θεωρώντας  ότι ο Λόγος, κτήμα του κάθε ανθρώπου, είναι το μόνο προαπαιτούμενο για να αντλήσουμε γνώση από την πρακτική ή διαλεκτική εμπειρία, φρονώντας ότι ο καθένας μπορεί να το κάνει το ίδιο καλά. Η προσέλευσή μας όμως στο φόρουμ, μας έδειξε πως οι υποψίες μας ότι η πρόοδος του πολιτισμού μας απειλείται επειδή τα άτομα παύουν να είναι λογικά, δυστυχώς επιβεβαιώνονται. Η απειλή εδώ φαίνεται πως προέρχεται από την ίδια την κοινωνία, καθώς οι κοινωνικές πιέσεις, τα πολιτικά πάθη, οι δογματισμοί, οι προκαταλήψεις και τα οικονομικά συμφέροντα μπορούν να επηρεάσουν την κρίση του ατόμου, με αποτέλεσμα να αρνείται άλογα την τροποποίηση μιας «αγαπημένης» του πεποίθησης, ή την αποδοχή μιας άλλης, δυσάρεστης για αυτόν. Είναι γεγονός πια ότι με τον χρόνο η δράση των κοινωνικών αυτών παραγόντων επιφέρει μια μεταβολή στην σκέψη, μετατρέποντάς την σε πολιτική ιδεολογία ή θρησκευτικό δόγμα.

Θεοποιήσαμε έναν άκρατο επιστημονισμό και πιστεύουμε σε αυτόν όπως ακριβώς πιστεύουμε σε έναν θρησκευτικό μύθο, επειδή μας διαμόρφωσαν έτσι ώστε να ταιριάζει καλά με τα υπόλοιπα σχήματα της σκέψης μας και της δράσης μας. Καλούμαστε να ακολουθούμε τυφλά μιαν επιστημονική θεώρηση η οποία περιγράφει τα φαινόμενα και τα εξηγεί με όρους που εφεύραν ή συγκρότησαν οι οπαδοί της. Έτσι προέκυψε η θεώρηση και η υποχρεωτική επιβολή μιας «κανονικής επιστήμης», η οποία έχει όμως ως βάση τις αξιωματικές παραδοχές που κατάρτισε μια συγκεκριμένη επιστημονική κοινότητα. Στα πλαίσια όμως αυτής της «κανονικής επιστήμης» ο Kuhn διέγνωσε ότι η επιστημονική γνώση δεν διδάσκεται ως κάτι υποθετικό και προσωρινό, ούτε ότι οι διδάσκαλοί της προσπαθούν να καλλιεργήσουν στους μέλλοντες επιστήμονες μια σκεπτική διάθεση ή την ευρύτητα σκέψης και αντιλήψεων, για να τους καταστήσουν εύκαμπτους και δεκτικούς στην νέα εμπειρία. Αντίθετα, η σύγχρονη επιστημονική εκπαίδευση είναι ασυνήθιστα αυταρχική και δογματική, ακριβώς για να προκαλέσει τον μεγαλύτερο βαθμό αφοσίωσης στα αποδεκτά «παραδείγματα» και την μικρότερη δυνατή ροπή προς το να σκέφτεται και να δρα έξω από αυτά.

Φτάνει και μια σύντομη ματιά, τόνισε ο μεγάλος θεωρητικός, στον χώρο της επιστήμης, η οποία μας δείχνει ότι πιθανότατα η επιστημονική εκπαίδευση είναι πολύ πιο αποτελεσματική στο να επιφέρει επαγγελματική ακαμψία, από ότι η εκπαίδευση σε άλλους τομείς, με εξαίρεση – ίσως – της συστηματικής θεολογίας.

Ο Kuhn μας ερμήνευσε πολύ ικανοποιητικά την σταθερότητα και την αφοσίωση στη σύγχρονη «κανονική» επιστήμη με όρους κοινωνιολογικούς, επικαλούμενος την ύπαρξη και λειτουργία ισχυρών μηχανισμών κοινωνικοποίησης και προπάντων κοινωνικού ελέγχου. Έτσι μας επιβλήθηκε μια «κανονική» επιστήμη, η οποία όμως σε μεγάλο βαθμό αυτοακυρώνεται, καθώς παράγει και προάγει αποκλειστικά έναν κόσμο στον οποίο θεωρείται αναμφισβήτητη.

Αυτήν την «κανονική» επιστήμη δογματικά προσπαθούν να επιβάλλουν, αναγνωρίζοντας μόνον αυτές τις διεργασίες που ενεργούνται αποκλειστικά στα δικά της στενά πλαίσια, αφορίζοντας κάθε άλλη έλλογη διαπραγμάτευση. Επισείοντας μάλιστα μιαν αναμφισβήτητη μαθηματική πλατφόρμα, αυτοϋποβάλλονται οι οπαδοί της για την μοναδικότητα της αλήθειας, ως ένα νέου τύπου θρησκευτικό δόγμα. Η «θεοπνευστία» αυτής όμως της δήθεν «κανονικής» επιστήμης, προκαλεί το μειδίαμα στον σύγχρονο Φυσικό αυθεντικό επιστήμονα για τον τρόπο χρήσης των μαθηματικών εργαλείων, προξενεί όμως παράλληλα οργή στον Μαθηματικό επιστήμονα για την ολοκληρωτική παραποίηση ακόμα και των στοιχειωδών κανόνων της μαθηματικής σκέψης. Η «Βιοστατιστική» των ιατρικών ερευνών και η αντικειμενικότητά τους, θα γίνει το καινούριο ανέκδοτο για την υφήλιο τα επόμενα χρόνια, μετά τα γνωστά «greek statistics».

Η έρευνα για την διαβλητότητα των ιατρικών ερευνών, μας αφήνει άφωνους για το θράσος των ερευνητών απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στον άνθρωπο.

ΠΕΡΙ  ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ  ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Εντύπωση προκαλεί η στάση του σύγχρονου ιατρικού κόσμου απέναντι σε νέες ιδέες σχετικές με την θεραπευτική, απέναντι στις οποίες κατά κανόνα ο σημερινός γιατρός κρατά εχθρική θέση, αρνούμενος ουσιαστικά να τις επεξεργαστεί, απορρίπτοντάς τες σχεδόν ασυζητητί. Ακόμα και στις λίγες εκείνες περιπτώσεις όπου φαινομενικά δέχεται να γίνουν αντικείμενο διαλόγου, στην πράξη αρνείται τον διάλογο, αναλισκόμενος στο να ψάχνει να διακρίνει κάποια αδύναμα στοιχεία – ακόμα και ελάχιστης σημασίας – τα οποία θα χρησιμοποιήσει ως επιχειρήματα αντίλογου, ουσιαστικά όμως χρησιμοποιώντας τα ως άλλοθι για να παραμείνει προσηλωμένος στις δογματικές και παγιωμένες αντιλήψεις του.

Με τέτοιες όμως προκαταλήψεις είναι αδύνατο να γίνει υγιής διάλογος, ή όπως όρισε ο Habermas, να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε μιαν ιδανική ομιλιακή κατάσταση.

Σε μια τέτοια ομιλιακή κατάσταση θα φθάναμε αν όλα τα σχετικά εμπειρικά δεδομένα έρθουν στην επιφάνεια και ληφθούν υπόψη και αν τίποτα άλλο πέρα από έλλογα επιχειρήματα δεν επηρεάζει την επερχόμενη συναίνεση. Μια τέτοια ιδανική ομιλιακή κατάσταση χαρακτηρίζεται όμως αποκλειστικά από παντελή απουσία εξωτερικών καταναγκασμών, οι οποίοι θα επηρέαζαν όσους μετέχουν στην συζήτηση κατά την αξιολόγηση των υπό εξέταση δεδομένων και επιχειρημάτων και από το γεγονός ότι κάθε ενδιαφερόμενος έχει τις ίδιες ακριβώς ευκαιρίες να συμμετάσχει ισότιμα στην συζήτηση.

Είναι σαφές λοιπόν ότι τις περισσότερες φορές οι πραγματικές συνθήκες κοινωνικής διαντίδρασης και επικοινωνίας ουδόλως υπακούν σε τέτοιο πρότυπο.

Ήδη στον χώρο αυτόν αντιμετωπίσαμε μία κατάσταση η οποία ούτε στο ελάχιστο προσομοιάζει στην οριζόμενη ως ιδανική ομιλιακή κατάσταση από τον Habermas. Η άψογη στάση μερικών όπως του κ. Μακρέα. του κ. Βέρρα, του κ. Medicus, ή ακόμα και του κ. Παπαδόπουλου, δεν στάθηκε αρκετή για να αντισταθμίσει την πλημμελή στάση του κ. Κουναλάκη, του οποίου οι υποτιμητικοί και σεξουαλικοί του υπαινιγμοί συνοδευόμενοι από την καταφάνερη μεροληψία του ως admin, μαζί με την υφέρπουσα τάση φαλλοκρατικής κυριαρχίας, προκάλεσε και προσέλκυσε κακόγουστα σχόλια και εικόνες, όπως το κατάπτυστο βιντεάκι. Ήδη έχουμε πλέον κατανοήσει γιατί απουσιάζουν χαρακτηριστικά, ιατροί και επισκέπτες από το άλλο φύλο, καθώς είναι οφθαλμοφανής η έλλειψη σεβασμού προς αυτό.

Πλοήγηση

[0] Λίστα μηνυμάτων

[#] Επόμενη σελίδα

[*] Προηγούμενη σελίδα

Μετάβαση στην πλήρη έκδοση